ευμελής

ευμελής
-ές (ΑΜ εὐμελής, -ές)
μελωδικός, εύηχος, αρμονικός, γεμάτος αρμονία («εὐμελὴς μουσική», Αριστοτ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει καλλίγραμμα και αρμονικά τα μέλη τού σώματος, που διαθέτει σωματική συμμετρία, ευγραμμία, πλαστικότητα
αρχ.
ευχάριστος, συμπαθής, ευάρεστος («εὐμελῆ συμπόσια», Πλάτ.).
επίρρ...
εὐμελῶς (ΑΜ)
1. με μελωδία, μελωδικά, με χάρη
2. με ωραία και δυνατά μέλη
μσν.
με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μελής (< μέλος), πρβλ. εμ-μελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐμελής — melodious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμελῆ — εὐμελής melodious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐμελής melodious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐμελής melodious masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμελεῖς — εὐμελής melodious masc/fem acc pl εὐμελής melodious masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμελές — εὐμελής melodious masc/fem voc sg εὐμελής melodious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμελέστατον — εὐμελής melodious masc acc superl sg εὐμελής melodious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμελεστάτην — εὐμελής melodious fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμελέστερος — εὐμελής melodious masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμελῶς — εὐμελής melodious adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμέλεια — η (Α εὐμέλεια) [εὐμελής] 1. μελωδικότητα, μουσικότητα, αρμονικότητα («φύσει διαφόρῳ προς εὐμέλειαν κεχορηγημένον», Διόδ.) 2. ευφωνία, μελωδική γλώσσα, ευρυθμία στον λόγο («τὶ οὖν ἦν ἄτοπον εἰ καὶ Δημοσθένει φροντὶς εὐφωνίας τε καὶ εὐμελείας… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”